κοκκωτός

κοκκωτός
ή, -ό (AM κοκκωτός, -ή, -όν) [κόκκος]
νεοελλ.-μσν.
αυτός που αποτελείται από κόκκους, σπυρωτός, κοκκώδης
μσν.
κατάστικτος, πιτσιλωτός
αρχ.
1. αυτός που έχει σχήμα κόκκου
2. το ουδ. ως ουσ. τό κοκκωτόν
ο καρπός τής ροδιάς, το ρόδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοκκώδης — ες 1. αυτός που αποτελείται από κόκκους ή τού οποίου η υφή ή η σύσταση μοιάζει με άθροισμα κόκκων, κοκκωτός, σπυρωτός 2. αυτός που περιέχει κοκκία («κοκκώδη κύτταρα» τα κοκκιοκύτταρα) 3. φρ. ανατ. «κοκκώδης στιβάδα» α) στρώμα αποπλατυσμένων… …   Dictionary of Greek

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”